- προσελώδης
- -ες, Α [ἑλώδης]1. ο κάπως ελώδης2. αυτός που βρίσκεται κοντά σε έλη («προσελώδεις τόποι», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσελώδεσι — προσελώδης rather marshy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)